μόκ(κ)α

μόκ(κ)α
η
εξαιρετικής ποιότητας αραβικός καφές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Μocha, ονομ. λιμανιού τής Αραβίας από το οποίο αρχικά γινόταν η εξαγωγή τού καφέ αυτού].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”